- πάγρα
- ηπηχτό ή στερεό επίστρωμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια ρευστής ή μαλακής ουσίας, η τσίπα, το καϊμάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < παγ-άρα (< πάγος + κατάλ. -άρα) με αποβολή τού -α- κατά το φωνητικό νόμο τού Kretchmer].
Dictionary of Greek. 2013.